νανοφυής

νανοφυής
νᾱνοφῠής, ές,
A of dwarfish stature, Ar.Pax790 (ναννο- codd.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νανοφυής — ές (Α νανοφυής, ές) αυτός που έχει ανάστημα νάνου, μικρόσωμος, μικροσκοπικός νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο νανοφυής είδος εντόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νᾶνος + φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. μικρο φυής. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • νανοφυεῖς — νᾱνοφυεῖς , νανοφυής of dwarfish stature masc/fem acc pl νᾱνοφυεῖς , νανοφυής of dwarfish stature masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νάνος — Μυθολογικό ον. Είναι γνωστό στη μυθολογία λαών της Ευρώπης ως oν πολύ μικρού αναστήματος, ηλικιωμένο και με γενειάδα, δύσμορφο, με χοντρό κεφάλι και μεγάλο στόμα, πόδια δυσανάλογα και στραβά. * * * και νάννος, ο (Α νᾱνος) άνθρωπος εξαιρετικά… …   Dictionary of Greek

  • νανοφυΐα — η νανισμός, νανοσωμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < νανοφυής. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • νανόσωμος — η, ο ιατρ. αυτός που έχει σώμα νάνου, νανοφυής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nanosomus < νεολατ. nanosomus < nano (< νᾶνος) + somus (< σῶμα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”